- επανευρίσκω
- (αόρ. επανεύρον, παθ. αόρ. επανευρέθην) μετ.1) вновь находить, обретать; 2) находить потерянное; 3) вновь встречать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανευρίσκω — ξαναβρίσκω κάτι χαμένο … Dictionary of Greek
ξαναβρίσκω — 1. βρίσκω κάτι ή κάποιον πάλι, ξανασυναντώ, επανευρίσκω 2. σκέπτομαι κάτι ξανά και αλλάζω γνώμη («πατέρα να τό ξαναβρείς πάλι να ρθεις στο σπίτι μας, νά σαι με τα παιδία σου», Μαν. μοιρολ.) … Dictionary of Greek